- υδρομυΐδες
- οι, Ν [υδρόμυς]ζωολ. υποοικογένεια τρωκτικών τής Αυστραλίας και τής νοτιοανατολικής Ασίας, με τυπικό το γένος υδρόμυς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδρόμυς — (hydromys). Γένος θηλαστικών τρωκτικών της οικογένειας των Μυϊδών. Περιλαμβάνει διάφορα είδη μεγάλων ποντικών, που απαντούν στην Αυστραλία, κοντά σε ποταμούς, έλη ή στις ακτές των θαλασσών. Οι υ. έχουν μακρύ σώμα, πλατύ ρύγχος και πολύ μακριά… … Dictionary of Greek